Αρχαιολογικά ευρήματα δεικνύουν ότι η Χλώρακα κατοικείτο από αρχαιοτάτων χρόνων, όμως ένεκα της δύσκολης διαβίωσης των κατοίκων καθώς τα εδάφη της ήσαν πέτρινα και άγονα, μέχρι πρότινος ήταν αραιοκατοικημένη με ελάχιστους κατοίκους, έτσι που ο τόπος εκ φύσεως ήταν βλαστημένος με όλα τα είδη άγριας χλωρίδας που ευδοκιμεί στην Κύπρο.

Καθώς όμως στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο κόσμος άκμασε, ντόπιοι και ξένοι επιχειρηματίες ξεχέρσωσαν εξ ολοκλήρου τη φύση μετατρέποντας τη μικρή κοινότητα σε τσιμεντούπολη. Όλη η άγρια χλωρίδα και πανίδα εξαφανίστηκε και σκεπάστηκε κάτω από δρόμους και κτίρια μεγαθήρια. Η ιθαγενής χλωρίδα εξέλειπε σχεδόν παντελώς, και στις αυλές των ψηλών κτιρίων φυτεύτηκαν ως επί το πλείστον ξενόφερτα δέντρα και λουλούδια.

Στη διάρκεια της δικής μου γενιάς έλαχε να επισυμβεί αυτό το μεγάλο κακό, έτσι εγώ έχοντας συναισθήματα ενοχής γι αυτή την καταστροφή, αποφάσισα να περιγράψω μερική ντόπια χλωρίδα ώστε μέσω της ανάγνωσης των γραπτών μου, οι επόμενες γενιές να γνωρίσουν μερικά από τα αμέτρητα είδη άγριας χλωρίδας που βλάσταινε έναν παλαιότερο καιρό στη Χλώρακα.

ΡΙΖΑΡΙ

Η ελπίδα της Ανάστασης συντηρεί και τρέφει τους χριστιανούς. Ο Θεός τρεις μέρες έμεινε στον Κάτω Κόσμο, αλλά νίκησε και συνέτριψε το θάνατο. Και εμείς εις ανάμνηση, κάθε Πάσχα βάφουμε τα αυγά κόκκινα για να ενθυμούμαστε το μέγα γεγονός.

 ΤΟ ΡΙΖΑΡΙ ΣΤΟ ΠΗΛΟ

 Ο Κοκκινολαίμης είναι ένα πτηνό που ευκολότερα το ακούμε παρά το βλέπουμε. Η ονοματολογία του προέρχεται από το χαρακτηριστικό χρώμα του λαιμού του και του στήθους του. Είναι από τα λίγα είδη που κελαηδούν τον χειμώνα και έχει μελωδικό και μελαγχολικό κελάηδημα. Στην Κύπρο είναι χειμερινός επισκέπτης από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάρτη, όμως σε ένα τόπο στον Πηλό της Χλώρακας, παλιά ενδημούσε ολοχρονίς. Στις ακτές του κόλπου του Πηλού όπου τα χώματα ήταν κόκκινα, το ριζάρι βλαστούσε άφθονο. 

Ο θρύλος λέει ότι, όταν ο Ιησούς πέθαινε στο σταυρό, ο κοκκινολαίμης που τότε είχε καφέ χρώμα, πέταξε προς το μέρος του και τραγούδησε στο αυτί του για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Το αίμα από τις πληγές του Ιησού χρωμάτισαν το στήθος του πουλιού, και από τότε όλοι οι κοκκινολαίμηδες πήραν το σημάδι του αίματος του Χριστού επάνω τους. Ιστορίες που διηγούνται οι πρωτινοί, θέλουν τους κοκκινολαίμηδες να έρχονται από τον Γολγοθά με τη βοήθεια των νότιων ανέμων και να ενδημούν για πάντα στο κόλπο του Πηλού. Από τότε το χώμα στο τόπο αυτό βάφτηκε κόκκινο και ως μέχρι πρόσφατα που ξεχερσώθηκε από τους επιχειρηματίες γης, υπήρχε εκεί για να θυμίζει το θρύλο. 

Ο Πηλός είναι ένας κολπίσκος στη θάλασσα της Χλώρακας, που όμως καθώς γεωγραφικά είναι ανοιχτός προς τη μεριά της Ελλάδας όπου βγαίνουν μεγάλες τρικυμίες, τα κύματα θεόρατα εισέρχονται εντός και με δύναμη σπάζουν και κατατρώγουν τη στεριά.

Η ακτή στο μέρος είναι κυρίως χωμάτινη και όταν τα κύματα βγαίνουν έξω, αλλά και καθώς όταν με δυνατή βροχή τα χώματα κατεβαίνουν με τους χειμάρρους και σμίγουν με τη θάλασσα, η ακτή γίνεται θολή και λασπώδης, γίνεται πηλός, έτσι οι παλαιοί κάτοικοι ονομάτισαν τον τόπο Πηλό.

Στα πολλά χρόνια αυτής της φυσικής διεργασίας στη περισσότερη ακτή τα χώματα χάθηκαν, και ένας ψηλός γκρεμός σχηματίστηκε και έμεινε να στέκει ψηλός με τις σχισμάδες στα τοιχώματα γεμάτες άγρια βλάστηση και με δένδρα βλαστημένα οριζόντια που έγερναν προς τη θάλασσα σχηματίζοντας ένα παράξενο και απόκοσμο τοπίο που φάνταζε φοβικό και μυστηριώδες. Από τη βάση του γκρεμού μέχρι μέσα στη θάλασσα ήταν σπαρμένα μεγάλα βράχια ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο κατάμαυρα από την τριβή τους με τα άγρια κύματα, που σχημάτιζαν δύσκολους δρόμους, που όμως δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να τους χρησιμοποιούν.

Ήταν μονοπάτια δύσκολα και επικίνδυνα που οδηγούσαν στη νότια πλευρά του κόλπου όπου υπήρχε πυκνή βλάστημένη χλωρίδα.

Καλαμιώνες, βάτα και άλλα είδη βλάσταιναν πάνω σε κατακόκκινο χώμα που δεν μπόρεσαν τα κύματα και η διάβρωσή να παρασύρουν στη θάλασσα. Ήταν το χώμα εκείνο το ποτισμένο με το αίμα του Χριστού που έφεραν μαζί τους τα κόκκινα πουλιά, οι κοκκινολαίμηδες.

Και μέσα σε αυτό το χώμα βλάσταιναν αλιζάρια κάτι τεράστιοι θάμνοι που είχαν κόκκινες ρίζες. Και κάθε Πάσχα την Μεγάλη Τετάρτη, τα μικρά παιδιά διάβαιναν τα δύσκολα μονοπάτια στο κόλπο του Πηλού, και πήγαιναν να σκάψουν στο κόκκινο χώμα να μαζέψουν ρίζες ώστε καθώς απαιτούσε το έθιμο τη Μεγάλη Πέμπτη μετά την εκκλησία οι γονείς τους και οι γιαγιάδες τους έβαφαν κόκκινα Πασχαλινά αυγά.

H διαδικασία για το βάψιμο ήταν απλή. Κοπάνιζαν τις ρίζες του ριζαριού σε χτοσιέρι. Και τις έβραζαν σε νερό για 10 λεπτά και στη συνέχεια το άφηναν να κάτσει για 2-3 ώρες ή και όλη τη νύχτα. Το πρωί το σούρωναν και κατόπιν πρόσθεταν μέσα τα αυγά και τα έβραζαν για 15 λεπτά προσθέτοντας μισό ποτήρι του κρασιού ξύδι και νερό ίσα που τα έχωνε.


ΣΚΟΥΡΟΥΠΑΘΚΙΑ – ΓΑΖΙΑ


Σκούρούπαθοι, πανέμορφοι και ευωδιαστοί.
Ειχαμε μια σκουρουπαθιά στην άκρη της αυλής μοναδικη σε ολο το χωριό, που άπλωνε τα κλωνιά της έξω στο δρόμο και τα πρωινα μουσκομύριζε όλη η γειτονιά.
Όλοι οι χωριανοι έρχονταν να κόψουν και να μυρίσουν τα ευωδιαστα ανθη της, προσεχτικά όμως, για να μην κουσπιστούν από τα αγκαθωτά κλωνιά της. Διότι όσο τέλειο ήταν το άρωμα των κατακίτρινων πανέμορφων στρογγυλών λουλουδιών της, άλλο τόσο επικίνδυνα ήταν τα κουσπιά της.
Εγώ μικρόν παιδί έβλεπα τη μάνα μου που μάζευε τα λουλουδάκια και τα έβαζε στο ερμάρι για να ευωδιάζουν τα ρούχα και να διώχνουν τον σκώρο, έβλεπα και τους μεγάλους που με προσοχη τα έκοβαν για να τα μυριστούν, έτσι έκανα και εγώ το ίδιο. Καμιά φορά όμως πληγωνόμουν και βλέποντας το αίμα μου που έτρεχε πηγαινα στη μάνα μου κλαίγοντας. Η μάνα μου στην αρχή με συμβούλευε να είμαι προσεχτικος, αλλά ύστερα από τις πολλές φορές με μάλλωνε γιατί ήμουν απρόσεχτος. Είναι μια από τις γλυκές θύμισες μου γι αυτήν, καθώς πέθανε πολύ νέα.
Η σκουρουπαθκιά είναι ημιαειθαλές δέντρο, δηλαδή δεν ρίχνει όλα τα φύλλα της αν ο χειμώνας είναι ήπιος και σε ύψος δεν ξεπαρνά τα 2-3m. Τα κλαδιά της είναι αγκαθωτά και τα φύλλα της σύνθετα. Ανθίζει Φεβρουάριο με Μάρτιο και τα χρυσοκίτρινα άνθη της είναι πολύ αρωματικά. Είναι ανθεκτική στην ξηρασία και συνήθως βλαστά σε παραθαλάσσιες περιοχές.

ΤΡΕΜΙΘΚΙΑ - ΤΡΕΜΙΘΟΣ

Η Τρεμιθκιά είναι μεγάλο φυλλοβόλο αιωνόβιο δέντρο με πλατιά κόμη και ύψος που φτάνει τα 15 μέτρα και ο κορμός μέχρι πάχους πολλών οργιών. Υπάρχουν τρεμιθκιές μέχρι 2000 χρονών.
Οι τρυφεροί βλαστοί της τρώγονται ωμοί, αλλά και διατηρούνται σε αλατόνερο ή ξύδι.
Τα τρεμίθκια είναι οι καρποί της τα οποία όταν ωριμάσουν τρώγονται ωμά, ή και αποξηραίνονται αφού εμποτιστούν σε αλατόνερο και λέγονται τρεμύθκια τσακιστά.
Από τα τσακιστά τρεμίθκια οι νοικοκυρές φτιάχνουν τις εύγευστες τραγανές τρεμμιθόπιττες.
Από τον Τρέμιθο επισης παράγεται η γνωστή παφίτικη πίσσα:
Όταν ήμουν μικρόν παιδί του δημοτικού σχολείου δηλαδή σε ηλικία που όλοι μας πλέον καλώς ενθυμούμαστε όσα γεγονότα επισυνέβησαν μέχρι και τέλους της ζωής μας, ενθυμούμαι την όλη πράξη παραγωγής της Παφίτικης πίσσας καθώς παρακολουθούσα αλλά και συμμετείχα στην όλη διαδικασία, την οποία η στετέ μου η Δεσποινού έφερνεν εις πέρας σε επαγγελματική βάση.
Παλιά εκείνους τους πέτρινους καιρούς πριν τον πρώτο πόλεμο, ύστερα τον μεσοπόλεμο αλλά και έως τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής ανεξαρτησίας, οι χωρικοί δηλαδή η πλειονότης του πληθυσμού, ασχολούνταν με πολλές δουλειές ώστε να μπορούν να έχουν έναν φτωχικό επιούσιο για να θρέψουν εαυτούς και τέκνα.
Θυμάμαι που μικρά παιδιά με τα ξαδέρφια μου μαζευόμασταν στο σπίτι της στετές μας και αυτή για να ησυχάσει από τις φωνές μας και τις αταξίες μας, αλλά ταυτόχρονα τοιουτοτρόπως και εμείς να είμαστε εις θέσην να προσφέρουμε στην οικογένεια, μας έβαζε να κάνουμε διάφορες δουλειές.
Μαζεύαμε τρεμίθια για την παραγωγή τρεμιχόλαου ή αν ήταν καλοτσάκιστα να τα αλμυρίσουμε υπό την καθοδήγηση της και να τα απλώσουμε στην ταράτσα να ξεράνουν στον ήλιο.
Βακλούσαμε τεράτσια και βελανίδια,
μαζεύαμε αλάτι από τις Αλυκές του χωριού,
προσέχαμε τα πρόβατα, τα λούζαμε στη θάλασσα, τα κουρεύαμε, τα γαλεύαμε.
Τέλος κάθε πρωί με τη δροσιά, τα καλοκαίρια μαζεύαμε την πίσσα από τις τρεμιθιές οι οποίες ήταν βλαστημένες κατά εκατοντάδες σε όλη τη Χλώρακα.
Με ένα ξινάρι η στετέ μου η Δεσποινού χτυπούσε τους χοντρούς κορμούς των αιωνόβιων δεντρών και τα κόντρωνε, δηλαδή τους δημιουργούσε πληγές. Από αντίδραση τα δένδρα ωστε να θεραπεύσουν τις πληγές τους έκχυναν μια παχύρευστη υγρή ασπροειδή προς κιτρινο χρώμα πίσσα και κάλυπταν τις πληγές, αλλά αρκετό από αυτό έπεφτε κάτω στη γη. Γι αυτό το χώμα κάτω έπρεπε να είναι καθαρισμένο από φύλλα και ακαθαρσίες, και κάθε πρωί με ένα κομματάκι ξύλο μαζεύαμε την πίσσα από χάμω και από τις κόντρες στους κορμούς. Αυτό γινόταν καθημερινά ώστε η πίσσα να μην σκληραίνει και να μαζεύεται εύκολα. Καθώς λοιπόν τη μαζεύαμε, τα δένδρα έκχυναν καινούργια για τη συνέχεια της επούλωσης των πληγών τους.
Έτσι κάθε πρωί ολόφρεσκια μαζεύαμε την πίσσα και την τοποθετούσαμε σε ένα μαστράπι (μικρό κουβαδάκι κονσέρβας συνήθως βουτύρου Μαργαρίνης ή γάλακτος Νουννού ή Βλάχας) και το παίρναμε της στετές μας. Αυτή την φύλαγε, και όταν μαζευόταν αρκετή ποσότητα, την επεξεργαζόταν και έφτιαχνε την λεγόμενη Παφίτικη πίσσα την οποίαν ο παππούς μας ο Λεωνής την πουλούσε μαζί με άλλα προϊόντα στα διάφορα πανηγύρια. Με τον γάιδαρον τον Σιερκά ταξίδευε ώρες πολλές ακόμα μέχρι το Χωριό Τσάδα και παραπέρα, και πουλούσε πραμάτειες και προϊόντα όλα οικογενειακής εσοδείας και παραγωγής, τα οποία για τη μεταφορά τους σπίλαζε στη συρίζα του ζώου.
Η στετέ μου η Δεσποινού λοιπόν για να φτιάξει την παφίτικη πίσσα, την έβαζε σε μια μαϊρισσα και την έβραζε σε χαμηλή φωτιά. Την ανακάτωνε συνέχεια για να μην κολλήσει, και με το βράσιμο εξατμίζονταν τα ξένα έλαια και έμενε καθαρή η πίσσα που έπαιρνε ένα κιρινογαλακτώδες χρώμα. Όταν έβραζε καλά, την κούλιαζε μέσα σε μια μικρή σκάφη γεμάτη νερό και σε στέρεα μορφή πλέον, την τραβούσε και την τέντωνε και την ζύμωνε πολλές φορές, ώσπου το κιτρινωπό της χρώμα γινόταν λευκό και κάτασπρο. Αυτό γινόταν για πολλή ώρα, και όταν το χρώμα γινόταν ξάστερο άσπρο και ενόσω ήταν μαλακή, την έκοβε σε κομμάτια και την φύλασσε σε περιτυλίγματα κατσιαρόκολλας έτοιμην προς πώληση και κατανάλωση.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΣΙΑΓΚΟΥΛΑ - ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ


Στη Χλώρακα το λουλλούδι φέρει το όνομα σιάγκουλο και το φυτό σιαγκουλιά.
Πρώτα βγάζει τα άνθη και μετά τα φύλλα. Στον τόπο μας έχει οριστεί ως  εθνικό φυτό της Κύπρου.
Λένε πως είναι το λουλούδι που συμβολίζει τη γονιμότητα, την ευτυχία, την παραίτηση, τον αποχαιρετισμό, την ντροπαλότητα, ενώ έχει ιδιότητες που προστατεύουν και προκαλούν λαγνεία. Δοξασίες του λαού λέγουν ότι αν μια ανύπαντρη γυναίκα φυτέψει κυκλάμινα ανάμεσα στα κρεμμύδια και αυτά πιάσουν τότε θα παντρευτεί, αν δεν φυτρώσουν τότε όχι. Ακόμα λένε πως αν αποξηράνει κάποιος λουλούδια κυκλάμινου και τα τοποθετήσει σε ένα μικρό μπουκαλάκι, το οποίο θα κρεμάσει στο λαιμό του, τότε δεν έχει να φοβηθεί από κακό μάτι.
Τα άγρια κυκλάμινα έχουν λευκό ή ανοικτό ροζ χρώμα με σκούρο ροζ στεφάνι στη βάση των πετάλων τους.Τα φύλλα τους είναι σκούρα πράσινα, σε σχήμα καρδιάς, και συνήθως έχουν γραμμές από γκρι ή ασημένιο χρώμα. Είναι βολβώδη φυτά και ανθίζουν από το Σεπτέμβριο και διαρκεί περίπου μέχρι το Δεκέμβριο. Απο τα πεταλλα του παραγεται δηλητηριο.

ΠΑΛΛΟΥΡΕΣ

Η παλλούρα είναι αυτοφυές ακανθώδης θάμνος ο οποίος βλαστά οπουδήποτε πεδινά, ημιορεινά, σε πετρώδη εδάφη, σε παράλιες ακτές, σε αργάκια, σε όλη την Κύπρο. Τα φύλλα της είναι μικρού μεγέθους και τον καρπόν της έχουν ως τροφή τα πουλιά. Αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι και 4 μέτρα.

Σε κάθε τόπο που βλαστούσαν πολλές παλλούρες, οι άνθρωποι συνήθιζαν να δίνουν τοπωνύμια με το ίδιο όνομα.

Τα παλιά χρόνια οι Χλωρακιώρες γεωργοί την χρησιμοποιούσαν ως φραμό. ‘Όταν φύτευαν λασάνια με σπόρους για να παράξουν φυτά τα οποία ύστερα μεταφύτευαν στα χωράφια, για να μην τρώνε οι όρνιθες τους σπόρους καθώς σε όλες τις αυλές οι κάτοικοι είχαν γουμάδες, τα έφρασσαν με παλλούρες τις οποίες οι όρνιθες δεν μπορούσαν να διαπεράσουν καθώς ήταν πυκνές και ακανθώδεις.

Η ζήτηση τους ήταν μεγάλη ένεκα ότι όλοι οι κάτοικοι ησχολόυντο με τη Γεωργία, έτσι από την μακρινή Πέγεια διάφοροι έμποροι φόρτωναν σε γαϊδούρια δεμάτια από φραμούς, και τα πωλούσαν στους Χλωρακιώτες γεωργούς.

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι δυο μαυροφορεμένες γυναίκες από την Παίγεια τη Σιεφκού και την κόρη της Κατερίνα φίλες της στετές μου, που καβαλικεμένες σε δυό γαϊδουράκια, έσερναν μαζί τους κομβόι από πεντέξη άλλα γαϊδούρια φορτωμένα παλλούρες ως πάνω ψηλά όσο να μην γέρνουν, και ερχόντουσαν στην αυλή μας όπου ήταν τόπος συνάθροισης ενδιαφερομένων αγοραστών. Πάνω στα γαϊδούρια που καβαλίκευαν είχαν δισάκια γεμάτα με σιουσιούκο, κιοφτέρκα, όψιμο και ππαλουζέ προϊόντα δικής τους κατασκευής τα οποία επίσης πουλούσαν. Απέναντι από την αυλή μας είχε χωράφια ο γείτονας μας ο Οξείας που φύτευε πολλά λασάνια και ήταν ο καλύτερος πελάτης των δύο γριούλων. Θυμάμαι όταν το δείλι έπεφτε καλά και δεν είχαν ακόμη ξεπουλήσει, η στετέ μου τις φιλοξενούσε τη νύχτα. Θυμάμαι που τις περίμενα με αδημονία να έρθουν, γιατί πάντα μας έφερναν δώρα από τις ωραίες λιχουδιές τους.  


ΜΟΥΣΚΟΣ Ή ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ



ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ. Στη Χλώρακα το ονόμαζαν Μούσκο ή Αρκάδρωπο. Μούσκο το ονόμαζαν διότι όταν ο καρπός του ωρίμαζε, είχε μια ωραία μυρωδιά. Αρκάδρωπο το ονόμαζαν διότι οι ρίζες του έμοιαζαν με αγριάνθρωπο). 

Ένα επικίνδυνο φυτό με παράξενους θρύλους και απίστευτες παραδόσεις
O Μανδραγόρας είναι φυτό με μεγάλα φύλλα και ρίζα διχαλωτή που μοιάζει με ανοιχτά πόδια ανθρώπου που στέκεται όρθιος.
Ο θρύλος μιλάει για αυτοτιμωρία κάποιου που ερωτεύτηκε  μια νεράιδα και όταν αυτή έχασε την ζωή της θέλησε να την ακολουθήσει και ζήτησε και τον έθαψαν όρθιο δίπλα της και όταν κάποιος δοκίμαζε να τον ξεριζώσει, ο θορυβος που έκανε ήταν υπόκοφος μέχρι εκκοφαντικος  σαν μια στριγκλιά που σκότωνε ή τρέλαινε αυτόν που το προσπαθύσε.
Η διχαλωτή ρίζα του παρομοιάζονταν με ανθρώπινο σώμα και πίστευαν ότι είχε δυνάμεις από τα σκοτεινά πνεύματα της γης. Για να ξεριζώσουν το μανδραγόρα έπρεπε να το κάνουν μόνο μεσάνυχτα και μετά από απαραίτητες προσευχές και τελετουργίες. Κάποιος ζωγράφιζε τρεις κύκλους γύρω από το φυτό με ένα μυτερό κλαδί ιτιάς και μετά έδεναν ένα μαύρο σκύλο στο φυτό με ένα σπάγκο ώστε τοιουτοτρόπως να ξεριζωθει χωρίς ανθρώπινα χέρια να έρθουν σε επαφή με το φυτό.
Το μανδραγόρα περιέβαλαν με μυστηριώδεις υπερφυσικές δυνάμεις που ήταν πιστευτές σε αυτούς που πίστευαν στις δεισιδαιμονίες. Οι παλιοί μάγιστρο το χρησιμοποιούσαν σαν αφροδισιακό και γονιμοποιιτικό, και διέδιδαν ότι δεν έπρεπε να το πλησιάσει κανείς, γιατί θα κυριευτεί απο δαίμονες, και ότι μπορούσε να μαζευτεί μόνο τα μεσάνυχτα στη χάση του Φεγγαριού με παρουσία σκύλου για να μην πλησιάζουν τα δαιμόνια.
Σε μεγάλες ποσότητες δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα με πρώτο σύμπτωμα την απώλεια όρασης, ακολουθεί παραλήρημα, καταστολή και τελικά ο θάνατος.
Από το φυτό αυτό κατασκευάζονται υπνωτικά φάρμακα.
Κατά τον μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν σαν ηρεμιστικό για τους μελλοθάνατους με σταύρωση.
Τα φύλλα του είναι ωφέλιμα  για τις φλεγμονές των ματιών και των ελκών. Η ρίζα του παύει τους πόνους των αρθρώσεων. Όσοι πρόκειται να ακρωτηρια­σθούν ή να κα­ούν λαμβάνουν μανδραγορίτη οίνο και δεν θα πονούν την ώρα της επέμβασης.
Τα άνθη παράγουν ένα σφαιρικό λείο καρπό σαν μικρό μήλο που γίνεται κίτρινος όταν ωριμάσει. Η σάρκα του καρπού είναι γεμάτη και έχει ένα δυνατό άρωμα σαν του μήλου.
Αναφέρεται ότι οι Αρχαίοι από τη ρίζα του παρασκεύαζαν φίλτρα ερωτικά και γι αυτό η Αφροδίτη λεγόταν και Μανδραγορίτις. Επίσης όποιος χρησιμοποιούσε τα οφέλη του φυτού, εκτός της σεξουαλι­κής ικανότητας, είχε προστασία από δηλητηριάσεις και κακώσεις, επίσης αποκτούσε πλούτο υγεία και μακροζωία. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν «μήλο του έρωτα», οι Άραβες «μήλο του διαβόλου», και οι Εβραίοι το αποκαλούσαν «τα μήλα της αγάπης».
Την ερωτική και μαγική ιδιότητα λέγεται την απέκτησε από την μάγισσα Κίρκη ότι από αυτό το υγρό έδωσε στους άνδρες του Οδυσσέα και τους μεταμόρφωσε.
Άλλες παραδόσεις πιστεύουν ότι γιατρεύει τις στείρες γυναίκες!
Ακόμα από την εποχή της βίβλου στην Γένεση υπάρχουν αναφορές για την χρήση του Μανδραγόρα σαν αφροδισιακό και σαν βοτάνι για τεκνοποιία. Η Ραχήλ απελπισμένη που δεν έκανε παιδιά με τον Ιακώβ κατέφυγε στον μανδραγόρα για να γεννήσει τον Ιωσήφ.

Στο μεσαίωνα το φυτό το έλεγαν επίσης “μήλο του σατανά” και πίστευαν ότι προκαλούσε τρέλα. Πίστευαν ότι κάτω από τα δέντρα που γίνονταν απαγχονισμοί φύτρωνε μανδραγόρας από το σπέρμα των κρεμασμένων.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΜΕΡΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΛΟΥΝΟΥΣ


Οι Κλούνοι στη Χλώρακα ήταν ένας σπουδαίος υγρότοπος με τρεχούμενα και στάσιμα ελώδη νερά με μεγάλη οικολογική σημασία που οφειλόταν στην ποικιλότητα των ειδών. Η πανίδα και η Χλωρίδα στην περιοχή ήταν ποικίλη και σπάνια.  Ένα από τα πολλά είδη θαμνοειδών που βλάσταιναν, ήταν οι Μερσινιές που καρποορούσαν γλυκίτατα μερσινόκοκκα.

Μερσινιά είναι αρωματικό φυτό και αυτοφύεται. Είναι θάμνος με μικρά λογχοειδή και αρωματικά φύλλα και βλαστάνει σε τόπους με υγρασία. Τα άνθη της είναι λευκά και εμφανίζονται την Άνοιξη. Ο καρπός της τα μερσυνόκοκκα, είναι ράγες μελανές ή και λευκές. Μπορεί εύκολα να καλλιεργηθεί σε κήπους και είναι εξαιρετικό ως διακοσμητικό φυτό.
Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Μύρτο και την είχαν αφιερώσει στην Πάφια Αφροδίτη αφού με φύλλα μυρτιάς σκέπασε το γυμνό κορμί της όταν γεννήθηκε μέσα από τη θάλασσα. Αρχαίοι συγγραφείς την θεωρούσαν σύμβολο της παρθενίας και κατά την τελετή του γάμου οι μελλόνυμφοι φορούσαν στεφάνι από Μερσινιά. Ακόμα και σήμερα οι νύφες όταν πηγαίνουν στην εκκλησία για το μυστήριο του γάμου φορούν στεφάνι από Μερσυνιά.
Αν κρατήσει κανείς το φύλλο της Μυρτιάς απέναντι στο φως θα διαπιστώσει μικρές, πολυάριθμες, διαφανείς κηλίδες μέσα σ΄ αυτό. Πρόκειται για τους αδένες που περιέχουν το αρωματικό αιθέριο έλαιο. Για τους αρχαίους Έλληνες όμως οι τρύπες αυτές δεν ήταν παρά τα τσιμπήματα που έκανε από αμηχανία και αγωνία στο φύλλο του φυτού με τη βελόνα της η Φαίδρα, η γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας Θησέα καθώς βλέποντας κρυφά το θετό γιο της Ιππόλυτο να γυμνάζεται, τον ερωτεύτηκε αλλά αυτός δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά της και επειδή η Αφροδίτη τιμώρησε τον ανέραστο Ιππόλυτο οι Αθηναίοι θεωρούσαν τη Μυρτιά φυτό του έρωτα και γι αυτό έπλεκαν στεφάνια από τα κλαδιά της. Σήμερα οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν ότι όταν στους αρχαίους τάφους που ανασκάπτουν βρίσκουν μέσα Μυρσίνια, οι τάφοι ανήκουν σε γυναίκες. Οι αρχαίες ελληνίδες χρησιμοποιούσαν τα αρωματικά φύλλα της Μυρσινιάς σαν αποσμητικό. Αντίθετα το φυτό που βρίσκεται στους ανδρικούς τάφους είναι η βαλανιδιά αφού ο καρπός της το βαλανίδι, είναι σύμβολο της αρρενωπότητας.
Από τα φύλλα της Μερσινιάς, τα κλαδιά και τα άνθη της, παράγεται αιθέριο έλαιο, το μυρτέλαιο. Αυτό έχει εξαιρετικό άρωμα και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη φαρμακευτική και την παρασκευή καλλυντικών. Το ξύλο της είναι εξαιρετικά καλής ποιότητας και χρησιμοποιείται για την κατασκευή χειροτεχνημάτων.
Μερσινιές στη Χλώρακα βλάσταιναν στην περιοχή Κλούνοι, ένας σπουδαίος υγρότοπος τον οποίον όμως οι άνθρωποι ξεχέρσωσαν και έκτισαν πολυκατοικίες.